- περσικός
- η , ό[ν] персидский
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Περσικός — slippers masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περσικός — slippers masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περσικός — (I) ή, ό / περσικός, ή, όν, ΝΜΑ [Πέρσης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Περσία ή στους Πέρσες 2. (το θηλ. εν. ως ουσ.) η περσική η περσική γλώσσα νεοελλ. 1. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα περσικά η περσική γλώσσα 2. φρ. «περσική γλώσσα» γλωσσ … Dictionary of Greek
περσικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Περσία ή τους Πέρσες ή προέρχεται από την Περσία: Περσικά χαλιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Περσικός κόλπος (ή Αραβικός κόλπος) — Μυχός της Αραβικής θάλασσας (Ινδικός ωκεανός), που ορίζεται από την περσική ακτή και από μια ευρεία δρεπανοειδή διαμόρφωση της αραβικής ακτής. Συγκοινωνεί στα Α μέσω του πορθμού Ορμούζ, με τον κόλπο του Ομάν και κατά συνέπεια με τον ανοιχτό… … Dictionary of Greek
Περσικά — Περσικός slippers neut nom/voc/acc pl Περσικά̱ , Περσικός slippers fem nom/voc/acc dual Περσικά̱ , Περσικός slippers fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περσικά — Περσικός slippers neut nom/voc/acc pl περσικά̱ , Περσικός slippers fem nom/voc/acc dual περσικά̱ , Περσικός slippers fem nom/voc sg (doric aeolic) περσικά̱ , περσική slippers fem nom/voc/acc dual περσικά̱ , περσική slippers fem nom/voc sg (doric… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Περσικῶν — Περσικός slippers fem gen pl Περσικός slippers masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περσικῶν — Περσικός slippers fem gen pl Περσικός slippers masc/neut gen pl περσική slippers fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Περσικόν — Περσικός slippers masc acc sg Περσικός slippers neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περσικόν — Περσικός slippers masc acc sg Περσικός slippers neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)